ΟΥΔΕΙΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ
2020
Ήταν κατά τη διάρκεια της συγγραφής της «Επίθεσης στην Καρθίγη», ενώ προσπαθούσα να βάλω τις σημειώσεις μου σε μία σειρά και έγραφα τα πρώτα κεφάλαια, όταν συνάντησα τη Μαριάννα, στο δασάκι στο οποίο συχνάζω. Την έβλεπα για πρώτη φορά εκεί, και ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήξερε ακριβώς που βρισκόταν, αλλά είχε καθίσει στο συνηθισμένο πεσμένο δέντρο που κάθομαι και εγώ, για να χαζεύω την λίμνη, δίπλα ακριβώς από την πέτρα σε σχήμα πυραμίδας που είχε κάποτε ολισθήσει από το γειτονικό βουνό.
Την καλημέρισα και κάθισα δίπλα της, και αυτή μαζεύτηκε προς την αντίθετη μεριά, είτε για να μου δώσει χώρο, είτε για να απομακρυνθεί λίγο. Ήταν χαμένη στις σκέψεις της, το πρόσωπο της προβληματισμένο, και μπορεί να μην είχε πολλή διάθεση για κουβέντα, αλλά ο καιρός ήταν καλός, και είχε βρεθεί στον διάβα μου, καθόταν στο συνηθισμένο σημείο μου. Της έδωσα λίγο χρόνο, για να οργανώσω και εγώ τις σκέψεις μου, να αποφασίσω αν αυτά που θα μου έλεγε ήταν πράγματα που θα συνέβαιναν ή πράγματα που είχαν ήδη συμβεί.
«Μίλησε μου» της είπα, προστακτικά, μετά από λίγη ώρα. Αυτό τη συνέφερε, και χωρίς αντίρρηση, άρχισε να μου λέει πράγματα που είχαν ήδη συμβεί και που την προβλημάτιζαν.
Στην πορεία της ημέρας ήρθαν να τη βρουν και οι φίλοι και συνεργάτες της, ο Νικήτας και ο Ανδρέας, και έφεραν μπύρες, αναψυκτικά, και σάντουϊτς. Καθίσαμε εκεί, δίπλα από την λίμνη, και μου είπαν όσα είχαν δει, όσα είχαν διαβάσει, όσα είχαν σκοπό να γράψουν.
Ήταν σούρουπο, ένα πυρόξανθο φως στον ορίζοντα, όταν η αφήγηση και των τριών τελείωσε. Σηκώθηκα για να ξεπιαστώ, και στάθηκα δίπλα από την πέτρα, και κοίταξα τον ήλιο που έσβηνε στον ορίζοντα, συλλογιζόμενος όσα είχα ακούσει. Όταν γύρισα για να τους ξανακοιτάξω, να τους ρωτήσω κάτι, δεν βρίσκονταν πια εκεί. Και όμως, όσα μου είχαν πει, έκαιγαν μέσα στο μυαλό μου, και τα αισθανόμουν χρέος.
Έτσι πήρα τον δρόμο του γυρισμού, και το «Ουδείς Προφήτης» άρχισε να παίρνει μορφή το ίδιο βράδυ.