top of page
Πληγωμένος πολεμιστής από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, Γλυπτοθήκη Μονάχου

ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟΥ 1: Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΘΙΓΗ

ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ

Άλλο ένα πρώϊμο δείγμα από το βιβλίο ‘Η επίθεση στην Καρθίγη’, στα πλαίσια της τριλογίας ‘Δια Πυρός και Σιδήρου’. Ένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου έχει δημοσιευτεί μαζί με τα διηγήματα που περιέχονται στο ‘Ψυχορρέον Πυρ’.

Ο Κάρανος ξύπνησε αρκετά πριν το εγερτήριο, όπως έκανε πάντα, και απλώθηκε όσο μπορούσε στο κρεβάτι του, τα πόδια και τα χέρια του τεντωμένα μέχρι το σημείο που μπορούσαν να φτάσουν. Μετά κουβαριάστηκε, φέρνοντας τα γόνατα του στο στήθος του, σαν μία σφαίρα, και κρατήθηκε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα, παίρνοντας αργές αναπνοές. Έπειτα τεντώθηκε ξανά. Έκανε αυτή την άσκηση για μερικές ακόμα επαναλήψεις, προτού αποφασίσει να σηκωθεί, ενώ γύρω του σιγά-σιγά ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι. Κατευθύνθηκε στα λουτρά, αλλά εκεί το βλέμμα του μαγνητίστηκε από το ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο, από όπου φαινόταν μόνο μία ηλιόλουστη και ατελείωτη ήρεμη θάλασσα, χωρίς ίχνος λευκού κύματος, και ακριβώς από κάτω η βραχώδης νότια ακτογραμμή της Λισάνθειας. Πήγε κοντά στο παράθυρο, και έμεινε να κοιτάζει την εικόνα για ώρα. Δίπλα του ήρθε ο Ιάσινος, που δεν είχε απορροφηθεί από την μαγεία της στιγμής. Τον ρώτησε τι υπηρεσία είχε εκείνη την ημέρα, αλλά η φωνή του έφτασε αχνή στα αυτιά του. «Μαγειρεία, και μετά βραδινή σκοπιά στις προβλήτες» του αποκρίθηκε, και αυτές του οι κουβέντες, η συνειδητοποίηση της πεζής καθημερινότητας του, τον ξύπνησαν, και έτσι απέστρεψε το βλέμμα του για να ετοιμαστεί.

***

Ο Δέκτωνας ήταν καβάλα στο άλογο του και τριπόδιζε αργά προς τα δυτικά, προς την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και την οποία έβλεπε τώρα στον ορίζοντα. Αιγειάλια, η πόλη των τεσσάρων λόφων, και τους οποίους διέκρινε πίσω από τα ψηλά της αστραφτερά τείχη. Στον ψηλότερο λόφο, τον τρίτο κατά σειρά από αριστερά, βρισκόταν το μέγαρο του Μεγάλου Άρχοντα της Αιγειάλιας, του θείου του. Θα έπρεπε να πάει εκεί για να τον δει την επόμενη ημέρα. Κάπου πίσω από τον λόφο εκείνο ήταν το πατρικό του και η μητέρα του, που δεν είχε δει για τέσσερα χρόνια. Χαμογέλασε, σκεπτόμενος το πόσο θα χαιρόταν που θα τον έβλεπε ξανά. Δίπλα του ο Κτήσωρας επιτάχυνε με το άλογο του για να βρεθεί στην κεφαλή του σχηματισμού, μίας φάλαγγας ανδρών που βάδιζε αργά, συντεταγμένα, περήφανα, όλοι τους βετεράνοι της Υπέρειας τους οποίους ο Δέκτωνας είχε οδηγήσει βόρεια, όλοι τους λύκοι και σκύλοι του πολέμου τώρα πια. Τα δόρατα τους γυάλιζαν στο φως του μεσημεριανού ήλιου, οι ταλαιπωρημένες ασπίδες τους στερεωμένες στις πλάτες τους, διαφορετικά εμβλήματα πάνω σε καθεμία. Πολλοί είχαν χαθεί, αλλά ήταν σαν να επέστρεφαν μαζί τους, να περπατούν δίπλα τους, μετά από τόσο καιρό. Κρασί θα χυνόταν στο έδαφος για όλους τους μέσα στην ημέρα, μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν μετά από αρκετή ώρα πλησίασαν την Κατυπέρεια πύλη, επί του ανατολικού τείχους της πόλης, αυτή άνοιξε μπροστά τους πριν ακόμα φτάσουν, για να τους καλωσορίσει πίσω. Μετά από τέσσερα μακρά χρόνια, ο Δέκτωνας ήταν επιτέλους σπίτι του.

***

Ο Άβιτους καθόταν πάνω σε μία μεγάλη πέτρα έξω από την είσοδο της σπηλιάς, ήρεμος, κοιτώντας το βρέντιρι που κρατούσε, ένα αιχμηρό βικτριακό στιλέτο με τριγωνική αιχμή. Το πρόσωπο του δεν καθρεφτιζόταν πάνω στην λεπίδα, αφού ήταν από σκούρο ατσάλι από τα υψίπεδα της Τρασάμια στα νότια, και το ατσάλι αυτό είχε το χρώμα των σκέψεων του. Ήταν δύσκολη ημέρα για εκείνον, για όλη την χώρα, όλη την Βίκτρε. Η Ταούρμινα είχε πέσει. Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Το μέλλον πιο αβέβαιο από ποτέ. Έπρεπε να εκδικηθεί, και είχε αποφασιστεί πως θα το έκανε με φωτιά και σίδερο. Γύρω του σιωπηλοί άντρες αρματώνονταν, φορούσαν τους στενούς βικτριακούς δερμάτινους θώρακες τους, ακόνιζαν μία τελευταία φορά τα βρέντιρι και τα γκλάντμιρι τους. Έδειχναν έτοιμοι. Ήταν όμως έτοιμοι; Θα μάθαινε σύντομα. Ο Άβιτους πήρε μία βαθιά ανάσα, θηκάρωσε το στιλέτο του και σηκώθηκε. Οι Αεγκιάλιοι και οι Λυντιόνες θα πλήρωναν για όλα όσα είχαν συμβεί. Πλησίασε την φωτιά και στο φως του απομεσήμερου, έβαλε μέσα τον πυρσό του, για να τον ανάψει. Αρκετοί άλλοι έκαναν το ίδιο. Γύρισε και περπάτησε αργά προς την σπηλιά, σήκωσε ψηλά την φλόγα που κρατούσε στα χέρια του, και μπήκε μέσα. Ήξερε πως θα τον ακολουθούσε όποιος ένιωθε έτοιμος, όποιος ήταν περήφανος Βίκτριος. Ήξερε πως κανείς από όσους ήταν εκεί δεν θα έμενε πίσω.

bottom of page