This post is an analysis of a Greek song’s lyrics. As it would only be of mild or small interest to a foreign audience, I will not be translating it to English.
Θα παρακαλούσα πιθανές αναδημοσιεύσεις να περιέχουν την σελίδα αυτή ως πηγή. Ευχαριστώ.
Πέρυσι το καλοκαίρι πέθανε ο Μάνος Ελευθερίου, ένας από τους σπουδαιότερους και πιο γνωστούς ποιητές της νεότερης ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής. Αν και οι μουσικές μου προτιμήσεις δεν ταιριάζουν καθόλου με πολλές από τις στιχουργικές του προσπάθειες, είναι ο στιχουργός ενός εκ των ωραιότερων ελληνικών τραγουδιών που κυκλοφόρησε το 1974, το ‘Μαλαματένια Λόγια’. Η αγαπημένη μου εκτέλεση είναι αυτή που έχει γίνει από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και μπορείτε να την βρείτε στο YouTube με μία γρήγορη αναζήτηση.
Οι στίχοι του τραγουδιού αναγκάζουν τον ακροατή να αναρωτηθεί σε τι ακριβώς αναφέρονται και τι ακριβώς σημαίνουν, και βρήκα και εγώ τον εαυτό μου κάποτε να ψάχνει στο internet για απόψεις και αναλύσεις. Οι απόψεις για τους στίχους διίστανται, αλλά υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά για την ανάλυση τους, και η ποίηση έχει την εγγενή ομορφιά να έχει συγκεκριμένες λέξεις αλλά να δημιουργεί διαφορετικές σημασίες και διαφορετικά νοήματα σε διαφορετικά άτομα, ανάλογα με τις ιδέες και τα βιώματα τους.
Δεν γνωρίζω αν ο Ελευθερίου είχε όλες αυτές τις εικόνες και όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του όταν έγραφε τους στίχους κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ούτε αν ήθελε να δώσει διπλό ή τριπλό επίπεδο νοήματος σε όλο το ποίημα. Σίγουρα ‘κάτι ήθελε να πει ο ποιητής’ όμως, καθώς ενώ η συναισθηματική φόρτιση είναι εμφανής σε συγκεκριμένους στίχους, αλλού δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τι εννοούσε (ειδικά στην στροφή που δεν μελοποιήθηκε, όπου παραθέτω όμως μία πιθανή ανάλυση). Με περίπου 45 χρόνια νεοελληνικής ιστορίας από τον καιρό που οι στίχοι γράφτηκαν όμως, έχουμε την δυνατότητα να δούμε εκ των υστέρων προφητείες και νοήματα εκεί που ίσως δεν υπήρξαν ποτέ.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να κάνω μία δική μου ανάλυση των στίχων του τραγουδιού, χωρίς να διεκδικώ κάποιο αλάθητο και με πλήρη αντίληψη της άγνοιας μου σε θέματα για τα οποία άλλοι αναλυτές θα έχουν ίσως περισσότερες γνώσεις.
Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση όμως, έχει σημασία να σκεφτούμε σε ποια εποχή γράφτηκε το ποίημα, να «μπούμε» στο κλίμα και να καταλάβουμε τι εμπνέει και τι προβληματίζει τον Ελευθερίου. Το ποίημα γράφεται κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’70, λογικά κάποια στιγμή το ’71 ή ’72, και σχεδόν σίγουρα μετά τον θάνατο του Σεφέρη. Η Χούντα των Συνταγματαρχών είναι ακόμα στην εξουσία, με πολύ λίγες πιθανότητες να πέσει, και το μέλλον διαγράφεται ζοφερό. Ο Β’ ΠΠ και ο Εμφύλιος είχαν λάβει χώρα μόλις 25-30 χρόνια πριν, και στο ενδιάμεσο η πολιτική ζωή της χώρας ήταν σε αναταραχή, οι κυβερνήσεις ανέβαιναν και κατέβαιναν, και ο λαός παρέμενε διαιρεμένος. Η μεταπολεμική περίοδος ήταν κάτι που είχαν πραγματικά ζήσει και από την οποία είχαν αναμνήσεις όσοι ήταν πάνω από 35-40, και τα παλαιά πάθη και μίση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς μονοπωλούσαν τον δημόσιο βίο. Τα 25-30 χρόνια μπορεί να ακούγονται πολλά, αλλά φτάνει μόνο να σκεφτούμε πως το θέμα του Εμφυλίου ακόμα και σήμερα είναι ικανό να δημιουργήσει συζητήσεις επί συζητήσεων και τσακωμούς επί τσακωμών, ενώ όσοι είμαστε άνω των 30 έχουμε σίγουρα αναμνήσεις από τα Ίμια, το Μουντιάλ του ’98, τους Ολυμπιακούς της Ατλάντα – περίπου τόσα χρόνια είχαν περάσει και από το τέλος του Εμφυλίου.
Ο Ελευθερίου λοιπόν προβληματίζεται με την έλλειψη προοπτικής της χώρας, και κάποια στιγμή μέσα στο ’74 λίγο πριν πέσει η Δικτατορία, ηχογραφείται το τραγούδι ‘Μαλαματένια Λόγια’ με στίχους του ιδίου και μουσική από τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Το τραγούδι κυκλοφορεί το ’75, στον δίσκο «Θητεία» του Μαρκόπουλου, και στην πρώτη εκτέλεση τραγουδούν οι Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Λάκης Χαλκιάς και Τάνια Τσανακλίδου.
Είχα διαβάσει πολλές αναλύσεις τα τελευταία χρόνια προτού μπω στην διαδικασία να γράψω την δική μου. Να τονίσω ξανά, πως αυτή είναι μία αποκλειστικά δική μου ανάλυση, δεν διεκδικώ το αλάθητο, και υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο ο ποιητής να μην σκεφτόταν ποτέ αυτά που θα έβλεπαν άλλοι στο ποίημα του 50 χρόνια μετά.
Παρακάτω λοιπόν η ανάλυση, ανά στροφή:
Πρώτη στροφή:
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Εδώ έχουμε μία μάλλον απόπειρα του ποιητή να εξηγήσει την πνευματική και συναισθηματική κατάσταση του, αλλά και τον λόγο για τον οποίο έγραψε το ποίημα, μία προσωπική του αναζήτηση («σεργιάνι») στο παρελθόν, στο παρόν, και στο μέλλον, μία ανησυχία του για τη χώρα και τον λαό της. Απευθύνεται ίσως στον παρελθοντικό εαυτό του, αλλά κυρίως στις μελλοντικές γενιές που θα επιστρέψουν στο παρελθόν, στην ιστορία της χώρας, για να κατανοήσουν τι συνέβη («το αλφαβητάρι … σου μάθαινε το αύριο και το χθες»). Θα δούμε παρακάτω πως το ποίημα είναι κυρίως η προσπάθεια του ποιητή να μιλήσει σε μία επόμενη γενιά που θα έχει μορφωθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα της Χούντας.
Οι λέξεις «μαλαματένια λόγια» κατά την άποψη μου είναι ένα πανεθνικό μήνυμα ενότητας που θέλει να τονίσει ο ποιητής μέσα από τα βάσανα των προηγούμενων δεκαετιών, μία ελπίδα η χώρα να ξεπεράσει όσα την διαίρεσαν και συνέχιζαν να την χωρίζουν κατά την περίοδο του Εμφυλίου και της Δικτατορίας, και να μην μείνει η Χούντα μία βαθιά χαρακιά και ουλή στις συνειδήσεις και στις μελλοντικές ζωές των κατοίκων της.
Αναγνωρίζει, στους τελευταίους δύο στίχους, πως μπορεί ο ίδιος να μην μάθει ποτέ τι θα γίνει στο μέλλον αφού μπορεί να μην ζήσει αρκετά (φοβούμενος τον θάνατο του από οτιδήποτε, είτε φυσικά αίτια, είτε υποκινούμενη δολοφονία – λίγα χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί και ο Γρηγόρης Λαμπράκης στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πως ό,τι και να γίνει ο ίδιος έχει σχηματίσει άποψη, δεμένος με τις κλωστές του καιρού, αιχμάλωτος των βιωμάτων και αναμνήσεων του.
Δεύτερη στροφή:
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την συμμορία/κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά
Πολλοί αναλυτές βλέπουν την ιστορία της Ελλάδας καθ’ όλη τη διάρκεια του ποιήματος. Συγκεκριμένα θεωρούν ότι αυτή η στροφή, λόγω της Τροίας, αναφέρεται στον Τρωικό πόλεμο ή την Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ επόμενες στροφές αναφέρονται στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, στον εκχριστιανισμό του έθνους, στην Επανάσταση, στον Εμφύλιο. Υπάρχει επίσης η άποψη πως το ποίημα απευθύνεται και στον Σεφέρη, κάνοντας αναφορά στο έργο του, αν και ο Σεφέρης πέθανε πολύ πριν το ποίημα μελοποιηθεί. Προσωπικά πιστεύω ότι τέτοιες αναλύσεις είναι επιδερμικές (και έτσι δεν θα τις αναφέρω στις επόμενες στροφές), και ότι δεν είναι τυχαίες οι τοποθεσίες στις οποίες ο ποιητής αναφέρεται, ούτε οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Ο ποιητής έχει σίγουρα εμπνευστεί από τον Σεφέρη, αλλά δεν γίνεται να απευθύνεται σε αυτόν, όταν ο Σεφέρης έχει ήδη πεθάνει.
Είναι γνωστή η εμμονή της Χούντας με την αρχαιότητα ως μία προσπάθεια ανύψωσης του εθνικού αισθήματος (υπάρχει σχετικό λήμμα στην Wikipedia που δίνει περισσότερες πληροφορίες, ενώ όλοι θα έχουμε δει φωτογραφίες από την εορτή της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων» που κυκλοφορούν ακόμα online), και οι πρώτοι δύο στίχοι αναφέρονται σε αυτή ακριβώς την εμμονή. Ο ποιητής απευθύνεται ακόμα στην νέα γενιά (όπως έκανε και στην πρώτη στροφή), λέγοντας ότι στο σχολείο οι δάσκαλοι και το εκπαιδευτικό σύστημα της Χούντας θα «χτικιάσουν» τις νεότερες γενιές με τα αρχαία έργα, με την Ιλιάδα και τις «πολεμικές αρετές» και το ένδοξο παρελθόν, αν και κατά την άποψη του στους πολέμους απλά χάνεται μία γενιά. Ο ποιητής πιστεύει ότι θα ήταν σημαντικότερο για την νέα γενιά της εποχής του να κοιτάξει όχι στο αρχαίο ένδοξο παρελθόν αλλά κυρίως στο άμεσο παρελθόν, για να δει τι επηρέασε την νεότερή ελληνική ιστορία και την ζωή τους, για τι αγωνιζόταν ο απλός ελληνικός λαός (η «Μαρία») μόλις 30 χρόνια πριν, και έτσι κάνει αναφορά στην Κοκκινιά (μπορεί και στην Μάχη, αλλά κυρίως στο Μπλόκο).
Η άποψη αυτή του ποιητή, η αναφορά σε νεότερα συμβάντα (κυρίως μετά την Κατοχή) για να κατανοήσουμε τι επηρέασε τους γονείς ή τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, για ποιους λόγους πολέμησαν, αντιστάθηκαν, αγωνίστηκαν, πέθαναν, τι συνέβη στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, είναι διάχυτη στο ποίημα και στις επόμενες στροφές, αλλά στους τελευταίους δύο στίχους αυτής της στροφής ο ποιητής το κάνει ξεκάθαρο: λέει στην νέα γενιά να μην «ζήσει», να μην περάσει τη ζωή της πιστεύοντας ό,τι της λέει αυτή η «συμμορία» (αντιστρέφει τον υποτιμητικό όρο που δόθηκε στους αγωνιστές με τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αργότερα με τον ΔΣΕ κατά τον Εμφύλιο, λέγοντας πως τώρα η συμμορία είναι η Χούντα), αλλιώς δεν θα μάθει τι πραγματικά συνέβη στην νεότερη ελληνική ιστορία και ποιοι ήταν πραγματικά οι φονιάδες. Αν και είμαι σίγουρος πως ο Ελευθερίου θα είχε ξεκάθαρη άποψη για το ποιοι ήταν οι «φονιάδες» (ο ίδιος ήταν αριστερών καταβολών) θέλω να πιστεύω πως με τον στίχο αυτό προσπαθεί να δώσει στη νέα γενιά το εφαλτήριο να ερευνήσει την νεότερη ιστορία για να αποκτήσει άποψη, και όχι για να ταΐσει τις φλόγες του διχασμού.
Η λέξη «συμμορία» αλλάχθηκε ώστε να κυκλοφορήσει το τραγούδι χωρίς πρόβλημα, και αντικαταστάθηκε με την λέξη «κομπανία», αλλά το νόημα παρέμεινε ίδιο.
Τρίτη στροφή:
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή
Η αναφορά σε «γυρισμό σημαδεμένων» και «άγρια πληρωμή», έχει να κάνει μάλλον με το τέλος ενός αγώνα ή ενός πολέμου. Από τους στίχους αυτούς δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιον ακριβώς πόλεμο αναφέρεται ο ποιητής, και θα μπορούσε να γίνεται αναφορά στην επιστροφή του απλού στρατιώτη μετά την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς το ’41, στην επιστροφή του απλού αντάρτη μετά το πέρας του αντάρτικου, στην επιστροφή όλων στα σπίτια τους μετά το τέλος του Εμφυλίου. Το «σεργιάνι» είναι αναφορά στις σκέψεις του ηττημένου ή του νικητή (αν πολέμησε με τον ΔΣΕ ή με τον Εθνικό Στρατό) ενώ επιστρέφει σπίτι του (θυμηθείτε το «σεργιάνι» στην πρώτη στροφή), όλα όσα έκανε και όσα συνέβησαν, η «φλόγα που δεν τρέμει» αναφέρεται στο πείσμα τους και στην θεμελίωση των ιδεών τους χωρίς να έχουν αμφιβολίες, και το «μαράζι δίχως αφορμή» στη συνέχιση του αγώνα στον οποίο πίστεψαν, ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου, μέσω της ψήφου τους, μέσω της στήριξης ή αντίστασης στις δυνάμεις ασφαλείας και στις κυβερνήσεις που είχε η χώρα μετά το τέλος του Εμφυλίου.
Ενδεχομένως (και αυτή η εκδοχή ταιριάζει περισσότερο με την επόμενη στροφή) η στροφή αυτή να αναφέρεται και στην επιστροφή αριστερών στα σπίτια τους, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στην Γυάρο. Ό,τι ανέφερα παραπάνω περί σκέψεων και «φλόγας» ισχύει, αλλά το μαράζι πιθανόν να αναφέρεται και στο σημάδεμα, στο παράπονο για όλα όσα πέρασαν και συνέβησαν, σε εσωτερικές και εξωτερικές σωματικές πληγές που κουβάλησαν μαζί τους και τους μαράζωναν, τους έκαναν να δακρύζουν, αν και φαινομενικά «δεν υπήρχε αφορμή», μέχρι τον θάνατο τους.
Τέταρτη στροφή:
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Η στροφή αυτή ξεκινά από εκεί που μας αφήνει η προηγούμενη, τον «χαμό» (σωματικό λόγω θανάτου ή πνευματικό λόγω βιωμάτων) πολλών αγωνιστών. Ανέφερα πριν ότι η προηγούμενη στροφή ταιριάζει περισσότερο με αυτήν, επειδή εξακολουθεί να αναφέρεται με τον τρόπο της στη Μακρόνησο και στην Γυάρο, σε ένα «παλιό μαρτύριο» και σε δίψα – με βάση τις μαρτυρίες των φυλακισμένων, ένα από τα πιο γνωστά καψώνια ήταν να τους δίνουν παστές ρέγγες και αλμυρό μπακαλιάρο, αλλά όχι νερό. Σε εκείνες τις συνθήκες εξαθλίωσης και εξευτελισμού κάθε προσωπικής αξιοπρέπειας, με βασανιστήρια και καψώνια και λιγοστή τροφή, οι κρατούμενοι θα ένιωθαν σαν «σκυλιά», και ο πόνος της ανάμνησης θα ήταν αρκετός να τους κρατάει ξύπνιους τις νύχτες ακόμα και χρόνια μετά από τα γεγονότα. Αξίζει εδώ να αναφερθώ και σε πολλά από τα έργα που περιέχονται στο πρώτο βίντεο παραπάνω, τα οποία είναι του Γιώργου Φαρσακίδη – δύο από αυτά (με τίτλους «Τρελάδικο» και «Μεριάστε Να Διαβώ») αναφέρονται σε παραληρήματα και κρίσεις κρατουμένων κατά την διάρκεια της νύχτας. Οι «γυναίκες» και το «παραμιλητό στην ακροθαλασσιά» στους τελευταίους δύο στίχους του ποιήματος, είναι κατά την άποψη μου αναφορά σε αυτά τα παραληρήματα και τις βαθύτερες ελπίδες των κρατουμένων – οι «γυναίκες» είναι οι μανάδες, σύζυγοι και κόρες των κρατουμένων, η ασετυλίνη είναι καύσιμο που θα τους επέτρεπε να αποδράσουν από τα νησιά της εξορίας.
Πέμπτη στροφή:
Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή
Στους πρώτους δύο στίχους έχουμε αναφορά ξανά στην εκτέλεση Ελλήνων πολιτών (συγκεκριμένα κομμουνιστών) από τους Γερμανούς στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Θυμηθείτε την αναφορά στην Κοκκινιά στην δεύτερη στροφή επίσης.
Ο ποιητής αναφέρεται πως άλλαξαν όλα σε αυτόν τον αιώνα, σε σχέση με τον προηγούμενο – στο μυαλό του η ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν το διακύβευμα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (ενώ πιθανόν να έχει και την Γαλλική Επανάσταση, στα τέλη του 18ου αιώνα, στο μυαλό του), ενώ στα πρώτα 70 χρόνια του 20ου αιώνα έχουμε 2 Παγκόσμιους Πολέμους, μία επώδυνη ήττα της χώρας το 1922, δικτατορίες και συνεχή πολιτική αναταραχή, έναν Εμφύλιο, και μία βαθιά διαίρεση του λαού. Το διακύβευμα δεν είναι πλέον η ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά το πως η κάθε πλευρά θα επιβληθεί επί της άλλης.
Η αναφορά στο «άκουσμα ενός ποιητή» ενδεχομένως να είναι για τον Σεφέρη, και ο ποιητής να απευθύνεται στην νέα γενιά ξανά, ρωτώντας την αν άκουσε τι είχε να πει ο Σεφέρης για την Χούντα. Η δήλωση αυτή κατά της δικτατορίας έγινε στις 28 Μαρτίου 1969 στο BBC, όπου ο Σεφέρης (νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963) χαρακτήρισε την Χούντα ως «ανωμαλία».
Έκτη στροφή:
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Στην στροφή αυτή ο ποιητής αναρωτιέται για το μέλλον, αφού ο ίδιος πεθάνει – όπως ανέφερα στην εισαγωγή, δεν υπάρχει καμία ένδειξη τον καιρό που το ποίημα γράφεται πως η Χούντα θα πέσει λίγα χρόνια μετά. Ο «καπετάνιος στα βουνά» είναι ξεκάθαρη αναφορά σε αντάρτικο (θυμίζει Βελουχιώτη και Ζέρβα) ή σε παλλαϊκή εξέγερση και αγώνα κατά της Χούντας, τις πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο (το «κουβάρι του κόσμου»), και πόσοι θα βρεθούν να πεθάνουν («μυρτιές του Άδη») με αγνό σκοπό («αγάπη και χάρη», «μαλαματένια λόγια») από αυτή τη γενιά, στην οποία απευθύνεται ο ποιητής, για την (πνευματική) ελευθερία της επόμενης γενιάς.
Έβδομη στροφή:
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή/μέρα κακή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Από την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι, θεώρησα αυτή την στροφή ξεκάθαρη αναφορά στην σταύρωση του Ιησού και στα ζάρια που έπαιξαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες για τον χιτώνα του κάτω από τον σταυρό (η λέξη «αργυραμοιβοί» απαντάται στα Ευαγγέλια, στο σημείο που ο Ιησούς διώχνει τους εμπόρους από τον ναό), αλλά φυσικά και υπάρχει και δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, πιο σύγχρονο. Η στροφή έχει να κάνει με την Δικτατορία, ήταν Παρασκευή πρωί 21η Απριλίου όταν τα τανκς βγήκαν στους δρόμους (συμπτωματικά ίσως, ήταν Παρασκευή και όταν δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης) και η χώρα, ο πνευματικός της κόσμος, μπήκε σε κλουβί. Η Χούντα έκανε επιδείξεις με τοξότες και φάλαγγες στις εορτές της «πολεμικής αρετής», ενώ στους τελευταίους δύο στίχους υπάρχει αναφορά και στα υπόγεια παιχνίδια και σκάνδαλα της Επταετίας, αλλά και στο ποιος την υποκίνησε και είχε όφελος από όλο αυτό.
Όπως και με τη «συμμορία» στην δεύτερη στροφή, η λέξη «Παρασκευή» αλλάχθηκε σε «μέρα κακή» για να αποφευχθεί πιθανή λογοκρισία.
Όγδοη στροφή:
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς
Εδώ ο ποιητής κλείνει το τραγούδι κάνοντας την αυτοκριτική του. Ως αριστερός, έχει δεχθεί πως τα «μεγάλα κυνήγια» για αυτόν χάθηκαν, αφού δεν ήταν αρκετά «μάγκας και νταής» για να νικήσει, και μετά το τέλος του Εμφυλίου η ιδεολογία του και όσοι πολέμησαν για αυτήν κυνηγήθηκαν ως προδότες. Έχει μία μάλλον μελαγχολική και πεσιμιστική οπτική του μέλλοντος, εξακολουθεί να αναφέρεται στη νέα γενιά, αλλά δεν βλέπει πολλά να αλλάζουν και δεν ξέρει κατά πόσο η νέα γενιά θα καταλάβει το μήνυμα του ή θα τον αγνοεί και καταδικάζει ακόμα και μετά τον θάνατο του.
Το ποίημα όμως έχει και άλλη μία τελευταία ένατη στροφή, που δεν έχει μελοποιηθεί και δεν περιέχεται στο τραγούδι:
Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι
τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί.
Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι
ληστές να τις φυλούν και θυρωροί.
Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον Άδη
και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.
Ο ποιητής εδώ πιστεύω πως μιλάει για το έργο του μέχρι εκείνη τη στιγμή ως «δίχτυα που είχε ρίξει στο σκοτάδι», μη γνωρίζοντας ποιους έχει επηρεάσει ή θα επηρεάσει στο μέλλον. Είναι όμως έργα του, και ανησυχεί για μελλοντική λογοκρισία, τόσο δική του όσο και άλλων ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών, τα «δίχτυα» που θα πιάσουν τον ίδιο αλλά και άλλους. Η λογοκρισία παρομοιάζεται με τους ληστές και τους θυρωρούς των «βρυσών» (αναφορά είτε σε έργα του, είτε σε άτομα που θεωρούσε σημαντικά) που ποτίζουν το περιβόλι του έθνους, και τον χαμό τέτοιων έργων και καλλιτεχνών που «κανείς δεν θα ιστορίσει», μετά τον θάνατο τους, όταν θα βρίσκονται στον Άδη.
Κλείνοντας, και μετά από αυτήν την ανάλυση, κατά την προσωπική μου άποψη το ποίημα και τραγούδι «Μαλαματένια Λόγια», γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, απευθύνεται προς μία νεότερη γενιά, την οποία ο ποιητής προτρέπει να ερευνήσει την πρόσφατη ελληνική ιστορία για να αποκτήσει άποψη και γνώση, και να μην πιστέψει άκριτα ό,τι το μελλοντικό εκπαιδευτικό σύστημα της Χούντας και η κοινωνία που θα έχει δομήσει, της προσφέρουν στο πιάτο.